τραχήλωμα

τραχήλωμα
το, ΝΜ
1. ναυτ. α) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τραχηλώνω
β) συνεκδ. το σύνολο τών σχοινιών που προσδένονται γύρω από τον τράχηλο ιστού ή επιστηλίου
μσν.
προεξοχή που μοιάζει με τράχηλο, γείσο («ἀπάνω εἰς τὸ τραχήλωμαν ἐκούμπησαν τοῦ πύργου», Λίβ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πέπλ-ωμα: πέπλος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. < τραχηλώνω και μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακροκέραια — τα (Α ἀκροκέραια) (Ν και ακροκέραιο, το, Μ και ἀκρόκερα, τα) τα άκρα τής κεραίας τών πλοίων νεοελλ. το καθένα από τα δύο άκρα τής σταυρωτής κεραίας που αρχίζει από το τραχήλωμα τών ολκών και είναι λεπτότερο από την άλλη κεραία (κν. πινό). [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • καπελαδούρα — η 1. μεγάλο καπέλο 2. θεαματικός χαιρετισμός με βγάλσιμο τού καπέλου 3. ναυτ. τραχήλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. capeladura] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπελάρω — ναυτ. αφαιρώ το τραχήλωμα …   Dictionary of Greek

  • τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”